- εργασία
- Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους.
Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από πολλούς ανθρώπους μαζί. Γι’ αυτό, πρέπει να είναι κατά κάποιον τρόπο οργανωμένη. Στην οργάνωση της ε. μπορούμε να διακρίνουμε μόνο δύο κύρια προβλήματα: το πρόβλημα του καταμερισμού της ενέργειας μεταξύ πολλών προσώπων και το πρόβλημα των αποφάσεων που αφορούν την ίδια την ενέργεια. Πραγματικά, το γεγονός ότι η ε. γίνεται από πολλούς ανθρώπους μαζί συνεπάγεται έναν καταμερισμό (καταμερισμός της ε.)· συγχρόνως όμως αυτός ο καταμερισμός συνεπάγεται την ανάγκη του συντονισμού, δηλαδή αποφάσεων που εναρμονίζουν τις διάφορες ενέργειες.
Πλάι σε αυτά τα δύο προβλήματα που σχετίζονται με την οργάνωση της ε. βρίσκεται ένα τρίτο πρόβλημα, που το συνιστούν τα όργανα που χρησιμοποιούνται στην ε. Οι τρεις αυτές όψεις είναι αλληλένδετες: πραγματικά, ο καταμερισμός των ενεργειών και ο καταμερισμός των εξουσιών για τη λήψη απόφασης που αφορούν καθεμία από αυτές είναι στενά συνδεδεμένοι. Η εκλογή, η χρησιμοποίηση και η δημιουργία οργάνων της ε. είναι συνδεδεμένες με τον τύπο της οργάνωσης της ε. (στις δύο όψεις που αναφέραμε πιο πάνω) για την οποία προορίζονται. Ο σύνδεσμος αυτών των τριών όψεων διακρίνεται στις διάφορες ιστορικές εποχές, όπως διακρίνεται και η σχέση τους με την πολιτική οργάνωση της κοινωνίας.
Έτσι, στον διαχωρισμό της κοινωνίας σε ελεύθερους και δούλους, αντιστοιχεί μία εξίσου καθαρή διάκριση μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής ε., όπως αντιστοιχεί και ένας τύπος οργάνων ε. που δεν είναι φτιαγμένος για την εξοικονόμηση εργατικής δύναμης εφόσον αυτή αντικαθίσταται εύκολα και φθηνά. Ο χωρισμός μεταξύ φεουδαρχών και δουλοπάροικων, ενώ διατηρεί τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής ε., αυξάνει τον βαθμό αυτονομίας του υποταγμένου εργάτη (του δουλοπάροικου) και στην πορεία της εξέλιξής του δημιουργεί νέες και πιο αυτόνομες μορφές εργατών στις πόλεις. Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη, έχουμε μια αύξηση και αποσαφήνιση του καταμερισμού των ενεργειών (αυξάνει η διάκριση των επιδιώξεων μεταξύ της αγροτικής υπαίθρου και της βιομηχανικής πόλης και η εξειδίκευση μέσα σε αυτή την τελευταία) καθώς και σημαντικότερη ανανέωση των οργάνων της ε.
Τέλος, στην εποχή –ακόμα συνεχίζεται– που χαρακτηρίζεται από τον χωρισμό της κοινωνίας σε εργοδότες και εργαζόμενους (κεφαλαιοκρατία), ο εργάτης αποκτά ελεύθερη νομική προσωπικότητα. Από το γεγονός αυτό προήλθε η ανάγκη νέας οργάνωσης της ε., που επέτεινε τόσο την ανάπτυξη του καταμερισμού της ε. όσο και την ανανέωση των οργάνων ε. με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας της ίδιας της ε.
Η μελέτη των μεθόδων που είναι καταλληλότερες για την επίτευξη αυτού του σκοπού γέννησε τη λεγόμενη ορθολογική οργάνωση της ε.: αυτή βασίζεται ακριβώς στη μελέτη των τύπων οργάνωσης και καταμερισμού της ενέργειας που συμβάλλουν στην πραγματοποίηση του μέγιστου της παραγωγικότητας, με τα υπάρχοντα στη δεδομένη στιγμή όργανα ε. Αυτή μελετά όχι μόνο τον καταμερισμό των έργων μεταξύ των προσώπων αλλά και την αποδοτικότητα των έργων που έχουν ανατεθεί σε κάθε πρόσωπο και την υποδιαίρεσή τους σε προκαθορισμένες κινήσεις και με προκαθορισμένο ρυθμό. Επομένως, η ορθολογική οργάνωση της ε. στη σημερινή της μορφή προϋποθέτει τόσο την εξαιρετική κατανομή των έργων (και ανάλογα με αυτήν όργανα ε.) όσο και τον ανώτερο βαθμό εξουσίας λήψης αποφάσεων εκ μέρους των επιχειρηματιών (ή διορισμένων από αυτούς προσώπων) για την απασχόληση των εργατών.
Οικονομία
Από οικονομική άποψη, η ε. είναι ένας από τους κύριους συντελεστές της παραγωγής: μαζί με τους φυσικούς πόρους (γη), είναι ο πρωτογενής συντελεστής της παραγωγής, αντίθετα από το κεφάλαιο, που –σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς– είναι δευτερογενής συντελεστής της παραγωγής. Η ε. ως οικονομικό φαινόμενο συνόδευε ανέκαθεν τον άνθρωπο, εφόσον αυτός διέθετε περιορισμένα μέσα σε σχέση με τις ανάγκες που ήθελε να ικανοποιήσει. Ακόμα και στην πιο πρωτόγονη μορφή ζωής, που βασιζόταν στην τροφοσυλλεκτική οικονομία, η απλή εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του εδάφους και του νερού (κυνήγι, ψάρεμα, συλλογή καρπών και χόρτων) απαιτούσε ε. και ο άνθρωπος (αν και δεν τα είχε ακόμα διατυπώσει συνειδητά, αλλά τα έλυνε με ενστικτώδη ή μιμητικό τρόπο) ήταν υποχρεωμένος vα αντιμετωπίσει διάφορα οικονομικά προβλήματα: της αναλογικής αξίας του αποτελέσματος (ποσότητα τροφής, δερμάτων που συνέλεγε), σχετικά με το κόστος (ε. που χρειαζόταν για την απόκτηση) ή το πρόβλημα του πιο ευνοϊκού καταμερισμού των περιορισμένων ικανοτήτων ε. στις διάφορες επιδιώξεις. Όταν άρχισε vα αποσπά μέρος των δυνάμεών του από την καθημερινή τροφοσυλλογή για vα αφιερωθεί στην παραγωγή των πιο στοιχειωδών εργαλείων από κόκαλο και πέτρα, ο άνθρωπος αντιμετώπισε επίσης το πρόβλημα του επωφελέστερου καταμερισμού της ε. μεταξύ της ικανοποίησης των άμεσων αναγκών και της πιο εύκολης και αποτελεσματικής ικανοποίησης μελλοντικών αναγκών. Ακόμα και σε αυτό τον τύπο οικονομίας, οι εθνολόγοι ανακάλυψαν συχνά παραδείγματα καταμερισμού των έργων: ο άντρας αφιερώθηκε στην απλή και καθαρή συλλογή (κυνήγι, ψάρεμα), ενώ η γυναίκα ειδικεύτηκε στις πρώτες στοιχειώδεις γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες. Το πρόβλημα της σχέσης ανθρώπου-φυσικών πόρων δημιουργήθηκε σε αυτό τον τύπο οικονομίας με μεγάλη δραματικότητα, εφόσον στην εκμετάλλευση μιας ορισμένης περιοχής έφτασε γρήγορα η στιγμή που οι καρποί συλλεκτικής ε. δεν επαρκούσαν πια. Από αυτό προήλθε η ανάγκη του νομαδισμού και της διανομής του εδάφους μεταξύ των φυλών, καθώς και η συχνή προσφυγή στην αρπαγή και στις πολεμικές συγκρούσεις.
Δεν είναι πολύ διαφορετικά τα προβλήματα της ε. στις σχετικά πιο ανεπτυγμένες μορφές της κτηνοτροφικής και γεωργικής οικονομίας: αναλογία μεταξύ της προσπάθειας και των αποτελεσμάτων της (που γινόταν συχνά δύσκολη εξαιτίας της αμφιβολίας της παραγωγής), καταμερισμός της ε. μεταξύ των διαφόρων επιδιώξεων, διανομή της ε. μέσα στον χώρο της οικονομικής μονάδας (οικογένεια, φυλή) ή ακόμα και έξω από αυτήν (εκλογή μεταξύ της απόκτησης ενός ορισμένου αγαθού άμεσα με την ε. ή έμμεσα με την ανταλλαγή). Στο πρωτόγονο αυτό οικονομικό πλαίσιο η ε. είναι –πάντοτε και μόνο– μέσο παραγωγής. Μόνο έμμεσα, με την ανταλλαγή, γίνεται αντικείμενο συναλλαγής. Στον χώρο της οικογενειακής ή φυλετικής μονάδας κάθε άτομο εργάζεται ανάλογα με τις ικανότητές του και συμμετέχει –σύμφωνα με τις ανάγκες που του αναγνωρίζει ο αρχηγός της οικογένειας– στην απόλαυση των καρπών της κοινής ε. (πρωτόγονος κομουνισμός). Αλλά η μετάβαση από τον νομαδισμό στη μόνιμη εγκατάσταση των καλλιεργητών σημειώνει επίσης σημαντική μεταβολή στο θέμα της χρησιμοποίησης της ε.: όσοι ανήκαν σε διαφορετικές φυλές, σε διαφορετικούς λαούς, δεν ήταν πια μόνο επικίνδυνοι ανταγωνιστές στην απόλαυση των περιορισμένων πόρων που η γη είναι ικανή να προσφέρει μόνη της. Εφόσον με την καλλιέργεια η απόδοση της ε. αυξήθηκε για την ώρα και εφόσον με την αύξηση της έκτασης του καλλιεργούμενου εδάφους αυξήθηκε και η συγκομιδή, δεν ήταν πια ανάγκη να σκοτώνονται οι εχθροί που νικήθηκαν στον πόλεμο, αλλά αντίθετα συνέφερε τον νικητή να υποδουλωθούν και να χρησιμοποιηθούν για δικό του συμφέρον οι εργασιακές τους ικανότητες. Ο νικημένος απέφευγε τον θάνατο αλλά, εφόσον γινόταν δούλος, ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει τους καρπούς της ε. του στον κύριό του, που θα του παραχωρούσε την τροφή που χρειαζόταν για να ζήσει. Η γεωργική καταγωγή του χωρισμού των ανθρώπων σε ελεύθερους και δούλους είναι πιθανώς η πηγή της αντίληψης που επικρατούσε στον ελληνικό και στον ρωμαϊκό κόσμο και εκφράστηκε από τους πρώτους που έγραψαν πάνω στα οικονομικά ζητήματα (Πλάτων και Αριστοτέλης), σύμφωνα με την οποία μόνο η γεωργική ε. (αλλά μόνο στα ιδιόκτητα κτήματα) είχε την αρχοντιά και την κοινωνική σημασία που δεν είχαν το εμπόριο, η βιοτεχνία και όλες οι χειρωνακτικές εργασίες.
Η γενική φτώχεια που ακολούθησε την πτώση του ρωμαϊκού κόσμου, η παύση της επέκτασης των καλλιεργούμενων εκτάσεων και η ελάττωση της απόδοσης της ε. που ακολούθησε, είχαν ως συνέπεια να μη συμφέρει η απασχόληση δούλων και έτσι δημιουργήθηκαν οι οικονομικές προϋποθέσεις για τη μετάβαση στο καθεστώς της μισθωτής ε. Προσφέροντας ελεύθερα την ε. τους με αναλογία έναν μισθό, οι μεροκαματιάρηδες απελευθέρωναν τον γαιοκτήμονα από την υποχρέωση να φροντίζει για τη συντήρηση των δούλων του. Η χρήση ημερομισθίων και τα σχετικά έξοδα μπορούσαν να είναι ακριβώς ανάλογα με την ποσότητα ε. που χρειαζόταν κάθε φορά και vα αυξάνονται ή να περιορίζονται ανάλογα με το συμφέρον της στιγμής. Αυτή η μεταβολή του καθεστώτος της αγροτικής ε. σημείωσε την εμφάνιση νέου οικονομικού προβλήματος, που στις κατοπινές εποχές απέκτησε κολοσσιαία σημασία: του προβλήματος του καθορισμού της τιμής της ε., η οποία έγινε πλέον ανταλλάξιμο εμπόρευμα. Το πρόβλημα αυτό δεν ήταν ακόμα αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, αλλά –σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής– έγινε αντικείμενο της προσοχής των θεολόγων και των ηθικολόγων, που ασχολούνταν και συζητούσαν για τον δίκαιο μισθό. Για τον Θωμά τον Ακινάτη, η εξασφάλιση από τον εργαζόμενο του δίκαιου καρπού της ε. του θα τον έκανε πιο ευσυνείδητο και εργατικό. Κάθε μορφή ε. είναι αξιοπρεπής, ακόμα και η εμπορική και η βιοτεχνική. Έμποροι και βιοτέχνες οργάνωσαν την ε. τους και την οικονομική τους άμυνα με συντεχνίες και σινάφια. Οι οργανώσεις αυτές που εμφανίστηκαν τον 11o αι. και αναπτύχθηκαν τον 12o και τον 13o αντέταξαν στη γη, που ήταν η βάση της φεουδαρχικής οικονομικής δραστηριότητας, νέα οργάνωση της ε. των πόλεων που στηριζόταν σε έναν νέο συντελεστή: το χρήμα. Ιδιαίτερα τα καθήκοντα που πραγματοποίησαν με επιτυχία οι συντεχνίες βασίζονταν στον καταμερισμό της ε., στην οργάνωσή της και στην υπεράσπιση των μελών τους. Η τάση των συντεχνιών να εμποδίζουν την είσοδο νέων στο επάγγελμα –με περιοριστικούς κανονισμούς για τη μαθητεία– αντιπροσωπεύει μια πρώτη απόπειρα λύσης του προβλήματος της τιμής της ε. με βάση έναν τεχνητό περιορισμό της ζήτησης. Αλλά το συντεχνιακό σύστημα, που βασιζόταν κυρίως στη βιοτεχνία, έμελλε να καταρρεύσει στη νεότερη εποχή με την εμφάνιση της βιομηχανικής παραγωγής.
Η βιομηχανία, με την υψηλότερη παραγωγικότητα της ε. και το μικρότερο κόστος, εκτόπισε μεγάλο μέρος της βιοτεχνίας. Το σύστημα της μισθωτής ε., που πρωτοπαρουσιάστηκε στην ύπαιθρο, μεταφυτεύθηκε στην πόλη. Ακόμα και οι γεωργικοί εργάτες –κυρίως οι άνεργοι– μετοίκησαν και μαζί με τους ξεπεσμένους βιοτέχνες σχημάτισαν το βιομηχανικό προλεταριάτο, που δεν προστατευόταν ακόμα από καμία οργάνωση συντεχνιακού τύπου· ήταν όμως ελεύθερο να πουλά την ε. του σε όποιον προσέφερε περισσότερα. Η μεγαλύτερη προσφορά ε. σχετικά με τη ζήτηση, που οφειλόταν σε δημογραφικούς λόγους, η διαπραγματευτική αδυναμία των εργατών απέναντι στους εργοδότες (γιατί οι εργάτες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τις λίγες θέσεις ε. και έτσι ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν δυσμενέστερους όρους), συχνά ο μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ των ίδιων των επιχειρηματιών που ήθελαν να περιορίσουν το κόστος κατεβάζοντας τους μισθούς, είχαν ως αποτέλεσμα την επικράτηση (για την ε. στη βιομηχανία) χαμηλών ημερομισθίων κατά τον 18o και 19o αι., καθώς και τη χρήση γυναικών και παιδιών σε ανθυγιεινές εργασίες· γενικά, δημιουργήθηκαν συνθήκες ε. που σήμερα μας φαίνονται αξιοθρήνητες και απάνθρωπες. Από τότε ακόμη, οι οικονομολόγοι δεν έπαψαν να σκέπτονται τις συνθήκες που δημιουργεί για την ε. το νέο οικονομικό σύστημα, που έχει ως βάση τον ατομικισμό και την ελευθερία των διαπραγματεύσεων. Στους κλασικούς οικονομολόγους τα συμπεράσματα αυτών των σκέψεων ήταν απροκάλυπτα απαισιόδοξα: σύμφωνα με τις βασικές αντιλήψεις των φυσιοκρατών και των εμποροκρατών, εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι η αμοιβή της ε. δεν μπορούσε να ξεπεράσει το επίπεδο συντήρησης, δηλαδή το επίπεδο που μόλις επιτρέπει στους εργαζόμενους να ζουν και να εργάζονται· γιατί, αν αυξηθούν οι μισθοί, οι εργαζόμενοι θα είναι σε θέση vα ανατρέφουν περισσότερα παιδιά –βεβαίωνε ο Άνταμ Σμιθ–, πράγμα που θα αυξήσει την προσφορά ε. και θα καταλήξει έτσι σε υποβιβασμό του επιπέδου των μισθών. Για τον Ρικάρντο, το φυσικό επίπεδο των μισθών (με το οποίο ο μισθός της αγοράς τείνει να εξισωθεί) είναι εκείνο που επιτρέπει στον εργάτη να ελπίζει και vα αναπαράγεται. Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ με τη σειρά του διατύπωσε τη θεωρία του κεφαλαίου μισθών, σύμφωνα με την οποία το ύψος των μισθών καθορίζεται αυστηρά από το ύψος του κεφαλαίου που προορίζεται για την πληρωμή της ε. και που είναι στενά καθορισμένη ποσότητα.
Οι θεωρίες αυτές είχαν απαισιόδοξο περιεχόμενο, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν εξέφραζαν απόλυτα τη σκέψη εκείνων που τις διατύπωσαν για τις νέες μορφές οικονομίας και ε. Ο Σμιθ έβλεπε τη σωτηρία της ε. σε μια πολιτική οικονομικής ελευθερίας. Μια κοινωνία απελευθερωμένη από τα οικονομικά και προστατευτικά φρένα, ελεύθερη να διαλέξει τις αγορές της, θα δημιουργήσει τον πλούτο του έθνους, πλούτο που θα προσφέρει όλο και μεγαλύτερα ποσά στο δημόσιο ταμείο και επομένως θα επιτρέψει μεγαλύτερες δημόσιες δαπάνες για τη μερική θεραπεία των κοινωνικών αθλιοτήτων και αδικιών που για την ώρα είναι βαρύτατες. Επιπλέον, η ύπαρξη στον κόσμο πολλών χωρών που θα έχουν πλουτίσει και θα ευημερούν θα συντελέσει στη μελλοντική αύξηση των ανταλλαγών και του εμπορίου και σε κολοσσιαία παραγωγή αγαθών, με βέβαιο όφελος για όλο το έθνος.
Ο Μιλ διόρθωνε τα μαθηματικά του των μισθών με την προοπτική μιας οικονομίας στην οποία διακρίνονται δύο τάσεις: αυστηρή τήρηση των νόμων της αγοράς (και αυτό για την αύξηση της παραγωγής αγαθών και του πλούτου) και διανομή των κερδών με δικαιοσύνη, δηλαδή όχι μόνο σύμφωνα με την ε. που προσφέρεται αλλά και σύμφωνα με τις ανάγκες των εργαζομένων.
Οι επικριτές του κλασικού οικονομικού συστήματος κράτησαν μόνο το αρνητικό και απαισιόδοξο μέρος των θεωριών αυτών και διατύπωσαν ακόμα πιο ριζοσπαστικές θεωρίες, όπως ο σιδηρούς νόμος των μισθών του Φερντινάν Λασάλ και η θεωρία του εφεδρικού στρατού ανέργων και της καπιταλιστικής συγκέντρωσης του Μαρξ. Είναι φανερό πως αυτοί κατέληγαν να ζητούν την αντικατάσταση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με ένα άλλο, στο οποίο οι νόμοι αυτοί (που σήμερα κανένας δεν τους δέχεται πια ως οικονομικούς νόμους, αλλά ως αυθαίρετες γενικεύσεις πραγματικών ή πιθανών περιπτώσεων) δεν θα είχαν πια εφαρμογή. Ξεκινώντας από τη θεωρία της αξίας του Ρικάρντο, ο Μαρξ κατέληξε να υποστηρίζει πως –εάν η ε. είναι η μόνη βάση της αξίας των αγαθών– όλοι οι καρποί της παραγωγής ανήκουν στους εργάτες και από αυτούς αφαιρείται παράνομα το μέρος εκείνο αυτών των καρπών το οποίο, πάνω από την αξία των μισθών (υπεραξία), παίρνει τη μορφή κερδών, προσόδων και τόκων. Ούτε η θεωρία της υπεραξίας άντεξε στην κατοπινή επιστημονική ανάλυση, αλλά οι επικρίσεις του καθαρά ατομικιστικού οικονομικού συστήματος του 19ου αι., συνετέλεσαν στο να τοποθετηθεί σε πλατύτερες βάσεις –οργανωτικές και νομοθετικές– η θέση της ε.
Από τη μία πλευρά αναγνωρίστηκε πραγματικά πως, αντίθετα από τη θεωρία της υπεραξίας, η ε. δεν είναι η μόνη πηγή αξίας αλλά απλώς συμβάλλει (μαζί με όλους τους άλλους συντελεστές της παραγωγής) στη δημιουργία του πλούτου που είναι αναγκαίος για την ανάπτυξη και την ευημερία του συνόλου. Από το άλλο μέρος έγινε παραδεκτό πως η ε. είναι ένας συντελεστής παραγωγής και πως η τιμή του (ο μισθός) δεν είναι μία τιμή όπως κάθε άλλη, αλλά είναι η μόνη πηγή για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειάς του.
Με τη δημιουργία των εργατικών συνδικάτων, η προσφορά της ε. ρυθμίζεται από τα ίδια τα συνδικάτα, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται όχι μόνο υψηλότεροι μισθοί αλλά και πιο ανθρώπινοι όροι ε. Από το άλλο μέρος πολλαπλασιάστηκαν οι επεμβάσεις της κρατικής εξουσίας για τη ρύθμιση της αγοράς και των όρων ε. (νόμοι για την ε. των παιδιών, προστασία κατά των εργατικών ατυχημάτων, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). Στον επιχειρηματικό τομέα η φροντίδα της μείωσης του κόστους παραγωγής με τη μείωση των μισθών αντικαταστάθηκε σε μεγάλο μέρος με τη φροντίδα για την αύξηση της παραγωγικότητας της ε. με κατάλληλες τεχνικές (επιστημονική οργάνωση της ε.) που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνουν και σχέδια καλύτερης συνεργασίας μεταξύ εργατών και επιχείρησης (ανθρώπινες σχέσεις στη βιομηχανία) και δεν αποκλείουν –όπου είναι δυνατόν– την εφαρμογή πολιτικής υψηλών μισθών.
Δίκαιο
Η ε. ως αντικείμενο μιας ειδικής σύμβασης (σύμβαση ε.) αντιμετωπίστηκε από το θετικό δίκαιο και από τη νομική επιστήμη κατά τις τελευταίες μόνο δεκαετίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ναπολεόντειος Αστικός Κώδικας της αφιέρωνε δύο μόνο άρθρα. Η εννοιολογική αυτοτέλεια που απέκτησε η σύμβαση ε. συνδέθηκε με τη βαθμιαία διαμόρφωση ενός ειδικού κλάδου της νεότερης νομικής επιστήμης (εργατικό δίκαιο) και, γενικότερα, συνοδεύτηκε από μια προοδευτική επέκταση της συνταγματικής προστασίας της ε. και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Ο νέος αυτός τρόπος νομικής θεώρησης της εργατικής σχέσης συνδέεται στενά με την επικράτηση και τη σταθεροποίηση της σύγχρονης ανταλλακτικής οικονομίας. Καθώς συνεχιζόταν η οικονομία που στηριζόταν στην ε. των δούλων, το ρωμαϊκό δίκαιο δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει την αυτόνομη κατηγορία της σύμβασης ε.: οι χειρωνακτικές ε. (operae illiberales) αποτελούσαν πραγματικά δραστηριότητες που προορίζονταν για τον δούλο, ο οποίος δεν είχε νομική προσωπικότητα. Από το άλλο μέρος, οι μη χειρωνακτικές εργασίες (operae liberales) δεν μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο εξαρτημένης ε. Η αυτόνομη κατηγορία της σύμβασης ε. γεννήθηκε ακριβώς όταν η ανθρώπινη ε. κατόρθωσε να θεωρείται ως μη αυτόνομη δραστηριότητα (προσφορά υπηρεσιών εξαρτημένη από την επιταγή ενός άλλου) ενός ελεύθερου και συνεπώς προικισμένου με αυτόνομη θέληση και ικανότητα ατόμου.
Αρχικά η σχέση ε., ως σχέση που απορρέει από ελεύθερη σύμβαση, ανήκε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η ιδιαίτερη όμως σημασία της παρεχόμενης δραστηριότητας (η οποία βασίζεται στην ίδια την παραγωγική ενέργεια του ανθρώπου) και η ευρεία αναταραχή που προκάλεσαν οι διεκδικήσεις και οι συγκρούσεις του 19ου αι. τοποθέτησαν τη σχέση ε. και γενικότερα την ε. σε μια σφαίρα δημοσίου (από πολλές απόψεις) δικαίου. Και η επιστήμη ήρθε ακριβώς να ορίσει το δίκαιο της ε. ως ιδιωτικό δίκαιο δημόσιου χαρακτήρα. Αντίθετα, άλλοι προτιμούν να διακρίνουν το εργατικό δίκαιο σε ιδιωτικό δίκαιο της ε. και σε δημόσιο δίκαιο της ε. (κοινωνική νομοθεσία). Επισημαίνεται ότι ιδιαίτεροι κανόνες, που καθιερώθηκαν με συμβάσεις, διαμόρφωσαν προοδευτικά και ένα διεθνές δίκαιο της ε.
Η ακόμα επιστημονικά εύπλαστη αυτή ύλη αντικατοπτρίζεται επίσης στην ετερογένεια των κανόνων από συστηματική άποψη: κατά έναν βαθμό που διαφέρει από τη μία νομοθεσία στην άλλη, το κοινό δίκαιο συμπληρώνεται με ένα ειδικό κανονιστικό σύστημα, στο οποίο μπορούν επίσης να συγκαταλεχθούν οι ιδιαίτερες πηγές του δικαίου της ε., που αποτελούνται από συλλογικές συμβάσεις και από κανονισμούς επιχειρήσεων. Από αυτή μάλιστα την άποψη, η σύμβαση ε. υπήρξε ίσως το πεδίο μέσα στο οποίο ωρίμασε η λεγόμενη κρίση της σύμβασης καθώς και η ίδια η κρίση του νόμου, εξαιτίας της αυξανόμενης επιβλητικής παρουσίας των συλλογικών συμβάσεων. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια των εργατικών διαφορών αναπτύχθηκαν θεωρητικές τάσεις με ιδιαίτερη πολιτική και κοινωνική σημασία, που διαμόρφωσαν με ποικίλους τρόπους τη σχέση ε. και την ίδια την έννοια της επιχείρησης και της εκμετάλλευσης. Ακραία όρια των τάσεων αυτών μπορούν να θεωρηθούν οι έννοιες της σύμβασης συμμετοχής και της επιχείρησης-θεσμού, που διαμόρφωσε προπάντων η γερμανική θεωρία. Στο άλλο άκρο, η νομική θεωρία των σοσιαλιστικών χωρών διαμόρφωσε μια αντίληψη για τη σύμβαση ε. που απέβλεπε στην αφομοίωση ιδεών δημοσίου δικαίου και εννοιών καθαρά οικονομικο-κοινωνικών (κατάργηση του όρου μισθωτοί, άμεση συμμετοχή των εργαζομένων στη διεύθυνση των επιχειρήσεων, ανώτερη θέση των συνδικάτων με χαρακτήρα δημοσίου δικαίου). Η ιδιαίτερη βαρύτητα της νομικής προβληματικής της ε. στη νεότερη νομοθεσία γίνεται τέλος φανερή (σε μερικές περιπτώσεις) από την ίδρυση εξειδικευμένων δικαστηρίων ε.
Η Αγγλία υπήρξε το πρώτο σύγχρονο κράτος το οποίο, εξαιτίας της πρώιμης βιομηχανικής του ανάπτυξης, έλαβε υπόψη τη νέα προβληματική της ε. δημιουργώντας μια ειδική νομοθεσία περί εργοστασίων (Factories Act του 1864, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε επανειλημμένα). Σήμερα, οι σχέσεις ε. ρυθμίζονται από τους συμβατικούς κανόνες του CommonLaw. H σύμβαση ε. συνομολογείται με την απλή παροχή ε. Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, η κανονική επανόρθωση είναι η χρηματική επανόρθωση της ζημιάς, αλλά η νομολογία των δικαστηρίων έχει συχνά αποδεχθεί το ειδικό μέσο της specific-performance, δηλαδή την επιβολή της με ειδικό τρόπο εκτέλεσης (με εξαίρεση τις προσωπικές υπηρεσίες). Μια εκτενής νομοθεσία καθορίζει τους όρους ε. στους διάφορους βιομηχανικούς τομείς καθώς και τα κατώτερα όρια μισθών και ημερομισθίων. Η συλλογική σύμβαση θεωρείται απλή gentlemen’s agreement, δηλαδή ως μια συμφωνία που δεν είναι υποχρεωτική και βασίζεται στην καλή πίστη των δύο μερών.
Στην πρώην ΕΣΣΔ οι σχέσεις ε. αποτελούσαν αντικείμενα ομοσπονδιακής νομοθετικής αρμοδιότητας. Οι σχέσεις αναπτύσσονταν στο χαρακτηριστικό πλαίσιο μιας σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας και μιας νομοθεσίας που καθιέρωνε την κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων, απαγόρευε την πρόσληψη εξαρτημένων μισθωτών από μέρους ιδιωτών και επέβαλλε σε όλους τους πολίτες την υποχρέωση παροχής ε. Η ρύθμιση των διαφορών ε. είχε την αρχή της σε έναν νόμο που ψηφίστηκε στις 29 Αυγούστου 1929 και τροποποιήθηκε αργότερα. Ο νόμος αυτός προέβλεπε τη λειτουργία ειδικών μεικτών επιτροπών. Η μη επίτευξη λύσης των διαφορών σε αυτή την πρώτη υποχρεωτική δικαιοδοσία άνοιγε τον δρόμο της κανονικής δικονομικής διαδικασίας. Μετά το 1953, μία σειρά κανονιστικών πράξεων κατάργησε την υποχρεωτική διαδικασία που είχε εισαχθεί από τον Στάλιν, και κυρίως έκανε ηπιότερη την ποινική καταστολή στον τομέα των σχέσεων ε. που αναπτύσσονταν σε στενή εξάρτηση προς το κράτος.
Στη Γαλλία, μετά την απαγόρευση των σωματείων των εργοδοτών και των εργατών κατά τη διάρκεια της Επανάστασης (νόμος LeChapelier), η εργασιακή σχέση άρχισε vα αναπτύσσεται στις μορφές που υπαγόρευε η δυναμική των συμβάσεων. Η καταγγελία της σύμβασης είναι ελεύθερη. Η ζημιά σε περίπτωση καταγγελίας από τον έναν συμβαλλόμενο υποχρεώνει σε επανόρθωση, αν δεν έγινε σεβαστή η περίοδος της προειδοποίησης –η οποία είναι υποχρεωτική– ή αν η καταγγελία έγινε χωρίς νόμιμους λόγους. Για τις διαφορές ε. ισχύει μια μεικτή επαγγελματική δικαιοδοσία. Ο νόμος που ψηφίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1950 έκανε υποχρεωτική μια διαδικασία ειρηνικής επίλυσης των συλλογικών διαφορών. Η υποχρεωτική διαιτησία, που εισήχθη το 1938, καταργήθηκε το 1939. Η διαιτησία είναι σήμερα προαιρετική, εκτός αν προβλέπεται από διάταξη συλλογικής σύμβασης.
Στις ΗΠΑ, παράλληλα με τη σχετική νομοθεσία της κάθε πολιτείας, αναπτύχθηκε προοδευτικά μια ευρείας έκτασης ομοσπονδιακή νομοθεσία ποικίλων κατευθύνσεων. Από την αρχική ποινική καταστολή της δράσης των σωματείων και από τον οικονομικό καταναγκασμό (έως το 1842) έγινε αργότερα (το 1890 περίπου) μετάβαση στο σύστημα της πρόληψης (injunction) των απεργιών. Αργότερα, το Clayton Act (1914) περιόρισε αυτό τον προσανατολισμό, έως την ημέρα που το New Deal προετοίμασε μια εκτεταμένη νομοθεσία που εμπνεόταν από τα νεότερα κριτήρια της κοινωνικής ασφάλισης (National Labor Relations Act, 1935) και της προστασίας των συνδικαλιστικών ενώσεων. Μετά τον πόλεμο, μια καταπιεστική και περιοριστική νομοθεσία εισήχθη με το Taft-Hartley Act.
Το εργατικό δίκαιο στην Ελλάδα
Αν εξαιρέσει κανείς το Πολίτευμα του Ρήγα, που περιλάμβανε τη διακήρυξη κοινωνικώνδικαιωμάτων κατά το πρότυπο του γαλλικού συντάγματος του 1793, τα πρώτα ελληνικά Συντάγματα δεν ανέγραψαν ρητές διατάξεις για την προστασία της ε. Στο επίπεδο της κοινής νομοθεσίας, που κυριαρχείτο επίσης από τις ιδέες της φιλελεύθερης ανταλλακτικής οικονομίας, σποραδικές μόνο διατάξεις προστάτευαν τους μισθωτούς, ενώ απαγορευόταν η απεργία. Η κίνηση για την προώθηση της εργατικής νομοθεσίας άρχισε ουσιαστικά με την επανάσταση του 1909, υπό την πολιτική καθοδήγηση του αρχηγού των Φιλελευθέρων Ελευθερίου Βενιζέλου και της ομάδας των Κοινωνιολόγων του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου. Από το 1912 ιδίως άρχισε η δημοσίευση σειράς προστατευτικών νόμων που αναφέρονται στη σχέση ε. και στους όρους ε. (μισθοί, καταγγελία σύμβασης ε., εργατικά ατυχήματα, άδειες, θέση εργαζομένων κατά την περίοδο της στράτευσης ή μετά την απόλυση από τον στρατό, ε. γυναικών και ανηλίκων κλπ.). Μεγάλη προώθηση στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού δικαίου έδωσε η κύρωση και εφαρμογή συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά την απαγόρευση της αναγκαστικής ε., την προστασία του ημερομισθίου, τα εργατικά ατυχήματα, τις ώρες ε. και τις ημέρες αργίας, την υγιεινή και την ανάπαυση, ενώ άλλοι εργατικοί νόμοι ρύθμιζαν θέματα κοινωνικής ασφάλισης, εργατικής κατοικίας, πολιτιστικά κλπ., ζητήματα επιθεώρησης ε. ή επίλυσης εργατικών διαφορών. Μια ιδιαίτερη κλαδική νομοθεσία (αρτεργατών, ναυτεργατών, κλπ.) συνετέλεσε στη διαρκή επέκταση της εργατικής νομοθεσίας, ερμηνεύοντας πολλές φορές –υπό την καθοδήγηση της επιστήμης– με αρκετή ευρύτητα τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, προσωπικής ελευθερίας και προστασίας της ζωής και της προσωπικότητας, καθώς και προστασίας της συνδικαλιστικής ελευθερίας· συνέβαλε στον αξιόλογο, από πολλές απόψεις, εκσυγχρονισμό του ελληνικού εργατικού δικαίου, του οποίου υπόβαθρο εξακολουθούσε να είναι ο θεσμός της μίσθωσης υπηρεσιών του βυζαντινο-ρωμαϊκού δικαίου. Την αναθεώρηση αυτής της έννοιας επιχείρησε ο Aστικός Kώδικας (Α.Κ.) του 1945, αλλά ο A.K. που τον αντικατέστησε απομακρύνθηκε από το βυζαντινο-ρωμαϊκό πρότυπο. Εννοείται ότι, όπου ο A.K. έχει ενδεχομένως ευμενέστερες για τον εργαζόμενο διατάξεις από το προγενέστερο δίκαιο, εφαρμόζονται οι διατάξεις του A.K., εφόσον δεν προκύπτει αντίθετο συμπέρασμα από την ίδια την υφή της συγκεκριμένης προστατευτικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με τον A.K., η σύμβαση ε. δημιουργεί για τον εργαζόμενο (εκμισθωτή) την υποχρέωση να παρέχει την ε. του κατά μονάδα χρόνου, κατά μονάδα ε. ή κατ’ αποκοπή, ενώ ο εργοδότης (μισθωτής) οφείλει να καταβάλλει σε αυτόν τον συμφωνημένο μισθό. Μίσθωση ε. εξυπακούεται και σε περιπτώσεις απλής πρότασης ε., αν αυτή δεν αποκρουστεί αμέσως από τον εργοδότη. Η εργασιακή σχέση έχει προσωπικό χαρακτήρα και από τις δύο πλευρές. Στις υποχρεώσεις του μισθωτή, δηλαδή του εργαζομένου, περιλαμβάνεται –εκτός από την επιμελή εκτέλεση της ε.– και η εκτέλεση (σε περίπτωση ανάγκης και εφόσον ο εργαζόμενος είναι σε θέση να το κάνει) υπερωριακής ε. Ο εργοδότης, εκτός από την κανονική υποχρέωση της καταβολής του μισθού, έχει ορισμένες επιπρόσθετες μισθοδοτικές υποχρεώσεις σε περίπτωση κωλύματος του εργαζομένου (άρθρο 657 A.K.), καθώς και υποχρεώσεις ιατρικής περίθαλψης, εφόσον έχει περάσει ορισμένο χρονικό διάστημα (κατώτατο όριο τρεις μήνες) από την έναρξη της σχέσης ε. Μεταξύ των υποχρεώσεων του εργοδότη συγκαταλέγεται η δημιουργία και η διατήρηση συνθηκών ασφάλειας και υγιεινής στους χώρους ε. και η παροχή αδείας. Εξάλλου, ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να συμψηφίσει μισθό με δική του απαίτηση κατά του εργαζόμενου, εφόσον η καταβολή του μισθού θα ήταν αναγκαία για τη συντήρηση του τελευταίου και της οικογένειάς του. Οι εφευρέσεις που μπορεί να κάνει ο εργαζόμενος ανήκουν βασικά σε αυτόν, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία ή η εφεύρεση αποτελεί το αντικείμενο της ε. Αλλά και τότε οφείλεται η ανάλογη αμοιβή στον εργαζόμενο. Ως προς τη διάρκεια της σύμβασης ε. προβλέπεται από τον A.K. ότι μπορεί να είναι είτε καθορισμένου είτε αόριστου χρόνου, αλλά αν υπερβαίνει την πενταετία μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε από τον μισθωτό – ο οποίος οφείλει πάντως να τηρήσει εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας. Όταν η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου και έχει λήξει ο χρόνος ή όταν δεν έχει οριστεί η διάρκειά της, η λύση της σύμβασης επέρχεται με καταγγελία από το ένα ή από το άλλο μέρος. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δεν είναι υποχρεωτική η τήρηση προθεσμίας για την καταγγελία. Μετά την καταγγελία, ο μισθωτός έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο για να βρει αλλού ε., καθώς και πιστοποιητικό ε. Οι περισσότερες διατάξεις του A.K. που θεμελιώνουν δικαιώματα των μισθωτών είναι δημόσιας τάξης και η εφαρμογή τους δεν μπορεί να περιοριστεί με συμφωνία.
Το θέμα των συλλογικών συμβάσεων ε. αναγράφεται μόνο επιφανειακά στον A.K., ο οποίος περιορίζεται να προβλέψει τον έγγραφο τύπο και να θεσπίσει την ακυρότητα των δυσμενέστερων για τον μισθωτό όρων της ατομικής σύμβασης και την ισχύ, στην περίπτωση αυτή, ευνοϊκότερων όρων της συλλογικής σύμβασης. Ωστόσο, οι συλλογικές συμβάσεις ε. έχουν γίνει επανειλημμένα αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης.
Ψυχολογία
Η ε. που εκτελείται από τον άνθρωπο προκαλεί πάντοτε μια ψυχική δραστηριότητα· αντιλήψεις, λειτουργίες μνήμης και σκέψης, κινητικές ή συναισθηματικές αντιδράσεις, μαζί με τη φυσική ενέργεια που παράγεται στον οργανισμό από βιοχημικές αντιδράσεις και κατανέμεται με τις μυϊκές συσπάσεις.
Στη βιομηχανική εποχή το ψυχικό αυτό στοιχείο αυξάνεται, γιατί οι μηχανές προάγουν ολοένα και περισσότερο την ε. του ανθρώπου. Τελευταία, ο βιομηχανικός αυτοματισμός αντικατέστησε και άλλες, ακόμα πιο πολυσύνθετες ανθρώπινες εργασίες. Φαίνεται όμως ακόμα μακρινή η στιγμή κατά την οποία σκεπτόμενες μηχανές θα μπορούν να εκτελούν όλη τη νοητική συμβολή ενός εργάτη· οπωσδήποτε ο άνθρωπος θα ασχολείται με το να σχεδιάζει, να κατασκευάζει, να ελέγχει και να διατηρεί σε ενεργό δράση τα ρομπότ του.
Οι αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της τεχνικής αυτής εξέλιξης και των κοινωνικών και οικονομικών φαινομένων, προκάλεσαν κρίσεις ομαδικές και ατομικές εξαιτίας των οποίων πολλοί εργαζόμενοι απασχολήθηκαν σε δύσκολες εργασίες, μεγάλης χρονικής διάρκειας, και δυσάρεστες, για τις οποίες δεν ήταν κατάλληλοι. Προσπαθώντας ωστόσο να τις εκτελέσουν, για vα αποκτήσουν από την ε. τα μέσα διαβίωσης, πολλοί άνθρωποι αντιμετώπισαν διάφορες σοβαρές ανωμαλίες: πλήξη, κούραση, συναίσθημα απογοήτευσης ή επαγγελματικές ασθένειες (σωματικές και ψυχικές) και θανατηφόρα ατυχήματα. Γι’ αυτό μετά το 1900, μερικοί επιχειρηματίες πρώτα και αργότερα τα συνδικάτα και οι οργανώσεις κοινωνικών υπηρεσιών προσπάθησαν να γεφυρώσουν το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των απαιτήσεων της ε. και των παραγωγικών δυνατοτήτων των εργατών για να προστατεύσουν τους εργαζομένους.
Διάφοροι ερευνητές (οικονομολόγοι, μηχανικοί, γιατροί, υγιεινολόγοι, κοινωνιολόγοι) συνεργάστηκαν σε αυτό το έργο. Μεταξύ αυτών –πρώτα στη Γερμανία και ύστερα στις ΗΠΑ– ο Ούγκο Μίνστερμπεργκ συνέλαβε πρώτος και πραγματοποίησε την εφαρμογή της επιστημονικής ψυχολογίας σε σκοπούς κοινωνικά ωφέλιμους. Και παρότι ο όρος ψυχοτεχνική που χρησιμοποίησε ο Μίνστερμπεργκ σε αυτή την περίπτωση ήταν ασαφής και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε, πολλές από τις απόψεις του διατηρούν ακόμα μεγάλη αξία.
Η σύγχρονη ψυχολογία της ε. επιδιώκει την αμοιβαία προσαρμογή μεταξύ οικονομοτεχνικού κόσμου και ανθρώπινου παράγοντα της ε., ισοσταθμίζοντας την ε. με τις δυνατότητες του εργάτη-τύπου. Στο μέτρο που το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι εφικτό, η ψυχολογία της ε. καταφεύγει στην προσαρμογή του κάθε ατόμου στην ειδική ε. του. Ο πρώτος και πιο ριζικός από τους σκοπούς αυτούς ήταν ο στόχος στον οποίο απέβλεπαν πρωτοπόροι, όπως οι Αμερικανοί Τέιλορ και Φρανκ Μπάνκερ Γκίλμπρεθ, ο Γάλλος Σαρλ Μπεντό, ο Ελβετός Λούντβιχ Βάλτερ, με το έμβλημα της κλασικής επιστημονικής οργάνωσης της ε. Αυτή μεταβλήθηκε σιγά-σιγά από τομέας της τεχνολογίας σε επιστήμη του ανθρώπου, όπως αποδεικνύουν οι αλλαγές του ίδιου της του ονόματος, που έγινε κατόπιν human engineering και τώρα καλείται εργονομία.
Στην εξέλιξη αυτή η ψυχολογική συμβολή έγινε μεγαλύτερη: από την αρχική μελέτη της αντιληπτικής και κινητικής δραστηριότητας έφτασε να εξετάζει και τη νοήμονα συμπεριφορά, τα κίνητρα καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων.
Οι εργονομικές εφαρμογές ζητούν από την ψυχολογία της ε. μελέτες και υποδείξεις, π.χ. σχετικά με τη διάρκεια, τον ρυθμό και την παύση της ε., την κατασκευή των μηχανών (σχήμα, διαστάσεις, χρώμα) και το περιβάλλον (φως, θερμοκρασία), τη διοργάνωση των ομάδων ε. και της διοικητικής ιεραρχίας, τα κριτήρια αμοιβής.
Η ψυχολογία της ε. επιδιώκει επίσης και τον άλλο συγκλίνοντα σκοπό: να προσαρμόσει τον άνθρωπο στην ε. του. Στην περίπτωση αυτή, οι επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τη διαδικασία της εκμάθησης βοηθούν στην πρόσκτηση αποτελεσματικής και ασφαλούς συμπεριφοράς. Με άλλον τρόπο αξιολογούνται οι δεξιότητες και ικανότητες των ανθρώπων για να κατευθυνθούν στους ειδικούς τομείς ε., όπου ο καθένας μπορεί να ωφεληθεί από τα προσόντα του και να μη ζημιωθεί από τις ελλείψεις του. Εφαρμόζονται έτσι πολλές διαδεδομένες μέθοδοι του επαγγελματικού προσανατολισμού και της επαγγελματικής επιλογής.
Αν και η εφαρμογή της ψυχολογίας της ε. δεν πραγματοποιεί την ουτοπική εκείνη χαρά της ε. που διαδίδει μια ορισμένη προπαγάνδα, μπορούμε ωστόσο να βεβαιώσουμε ότι –μαζί με άλλες επιστήμες και με τις δημόσιες εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική– η ψυχολογία της ε. αυξάνει την αποτελεσματικότητα του κάθε εργάτη, ελαττώνοντας τις ανώφελες θυσίες, ευνοώντας τις ανθρώπινες σχέσεις στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας και με τους έξω από αυτήν. Αν όσοι εφαρμόζουν την ψυχολογία της ε. θέσουν στη διάθεση όλων χωρίς διάκριση τις μεθόδους που τους υπαγορεύει η επιστήμη τους, ολόκληρη η ανθρωπότητα θα επωφεληθεί από τους καρπούς της.
Ιατρική της ε.
Η ε. δημιούργησε έναν κλάδο της ιατρικής που μελετά τις ψυχικές και σωματικές βλάβες που μπορεί να προκληθούν στον άνθρωπο από το περιβάλλον της ε. και παράλληλα αναζητά μέσα ικανά να προλάβουν την εμφάνιση αυτών των βλαβών· απ’ όσα έχουν αναφερθεί, διακρίνονται ήδη οι δύο τομείς στους οποίους διαιρείται αυτός ο ιατρικός κλάδος: η παθολογία και η υγιεινή της ε. Η ε. μπορεί να συμμετέχει στην αιτιολογία ενός παθολογικού φαινομένου ως τυχαίο αίτιο (και αυτή είναι η περίπτωση των ατυχημάτων) ή να βρίσκεται σε άμεση αιτιώδη σχέση με αυτό, οπότε η παθολογική εικόνα αποκαλείται επαγγελματική νόσος. Το κεφάλαιο των ατυχημάτων εξαιτίας των χαρακτηριστικών αιτίων και της δυνατότητας να προκληθούν ανεξάρτητα από ε. εξετάζεται συνήθως από την ιατροδικαστική, αν και παραμένει συνδεδεμένο με την ιατρική της ε., εξαιτίας των ασφαλιστικών προβλημάτων που ανακύπτουν.
Τα επαγγελματικά νοσήματα εξαρτώνται απευθείας από το περιβάλλον, τις συνθήκες, τα εργαλεία ή το αντικείμενο της ε.· διακρίνονται σε νοσήματα που προκαλούνται από κόπωση, από φυσικά αίτια, από χημικά αίτια, από σκόνες, και σε νοσήματα που προκαλούνται από λοιμώδεις παράγοντες και παράσιτα. Η κόπωση μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε χειρωνακτική ή πνευματική δραστηριότητα και συνδέεται πάνω απ’ όλα με την ατομική κατάσταση (ηλικία, φύλο κ.ά.), τις συνθήκες της ε. (αερισμός, θερμοκρασία, ηρεμία περιβάλλοντος κ.ά.) και τη βαρύτητα της ίδιας της ε. Στα νοσήματα από φυσικά αίτια ανήκουν εκείνα που προκαλούνται από θερμικές ακτινοβολίες (οφθαλμικές παθήσεις των εργαζομένων σε χυτήρια και υαλουργεία), από φωτεινές ακτινοβολίες (αλλοιώσεις του αμφιβληστροειδούς από έντονο ή ελλιπή φωτισμό του περιβάλλοντος ε.), από υπεριώδη ακτινοβολία (οφθαλμικές παθήσεις των συγκολλητών κ.ά.), από ιονίζουσες ακτινοβολίες (παθήσεις του δέρματος και μεταβολή της σύστασης του αίματος σε ακτινολόγους και εργαζόμενους σε πυρηνικά εργαστήρια). Στην ίδια ομάδα νοσημάτων ανήκουν και οι παθήσεις που προκαλούνται από μεταβολές της ατμοσφαιρικής πίεσης του περιβάλλοντος (νόσος των δυτών)· από υπερβολική θερμότητα και υγρασία (εγκαύματα, θερμοπληξία των θερμαστών)· από κραδασμούς και θόρυβο (βλάβες αυτών που χειρίζονται αερόσφυρες, νευρώσεις και αλλοιώσεις της ακοής των μηχανουργών κινητήρων)· από φυσικά αίτια εξαρτώνται διάφορες παθήσεις που οφείλονται στη στάση του ατόμου κατά την ε. (π.χ. η κύφωση των γεωργών) και εκείνες που προκαλούνται από τα εργαλεία της ε. (τύλοι, παραμορφώσεις του σκελετού). Πολύ μεγάλη –και δυστυχώς η αύξηση αυτού του τύπου των βιομηχανιών τείνει να τη διευρύνει– είναι η ομάδα των επαγγελματικών νοσημάτων από χημικά αίτια· αυτά τα τελευταία μπορεί να δράσουν τοπικά (εγκαύματα) ή γενικά (δηλητηριάσεις). Άλλος σημαντικός τομέας είναι εκείνος των νοσημάτων που οφείλονται σε σκόνες· σε αυτή την περίπτωση οι βλάβες μπορεί να προέρχονται από μηχανική, χημική ή αλλεργική δράση των διαφόρων υλών που αιωρούνται στον αέρα. Οι παθήσεις που οφείλονται σε σκόνες ονομάζονται γενικά κονιώσεις και διακρίνονται ανάλογα με το οργανικό σύστημα που πλήττεται σε δερματοκονιώσεις, πνευμονοκονιώσεις κ.ά. Από τα λοιμώδη και παρασιτικά νοσήματα θεωρούνται επαγγελματικά εκείνα στα οποία η ε. εκθέτει στη μόλυνση· θεωρούνται, π.χ., επαγγελματικά νοσήματα ο άνθρακας και το ερυσίπελας των χοίρων που πλήττουν κτηνίατρους, σταβλίτες κ.ά., η αγκυλοστομίαση των εργαζομένων σε ορυχεία και κεραμοποιεία· άλλα λοιμώδη νοσήματα που μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της ε. ανήκουν μάλλον στην κατηγορία των ατυχημάτων.
Για vα αποφευχθεί ή τουλάχιστον να μειωθεί η επαγγελματική παθολογία έχουν καθοριστεί και συνεχώς μελετώνται κανόνες και προφυλακτικά μέτρα που αφορούν την ψυχοσωματική κατάσταση του εργάτη (περιοδικές ιατρικές εξετάσεις), το περιβάλλον της ε. (υγιεινή του περιβάλλοντος), τα εργαλεία (προστασία κατά των ατυχημάτων, των τοξικών και λοιμωδών παραγόντων). Πρέπει να σημειωθεί ότι η υγιεινή της ε., εκτός από το ότι εκπληρώνει καθαρά ανθρωπιστικούς σκοπούς, συμβάλλει από το ένα μέρος στη διατήρηση του εργάτη στην κατάσταση της καλύτερης δυνατής απόδοσης και από το άλλο μέρος –αποφεύγοντας την πρόωρη φθορά του ανθρώπου– συμβάλλει στη διαφύλαξη της πείρας που έχει αποκτηθεί. Η ευρύτητα του πεδίου και τα όλο και καινούργια προβλήματα που προσθέτει η βιομηχανική πρόοδος έχουν πολλαπλασιάσει αυτές τις τελευταίες δεκαετίες τις σχετικές έρευνες, έτσι ώστε σε πολλά κράτη λειτουργούν κέντρα και ινστιτούτα που ασχολούνται ειδικά με την ιατρική της ε., ενώ σε πολλά πανεπιστήμια διδάσκεται στους γιατρούς και η ειδικότητα της ιατρικής της ε. Επίσης, σε αρκετά κράτη, οι διάφοροι κανόνες της εργατικής υγιεινής έχουν μετατραπεί σε νόμους του κράτους, τους οποίους είναι υποχρεωμένοι να τηρούν εργοδότες και εργάτες για τη διαφύλαξη της υγείας και της ζωής των εργαζομένων.
Κανόνες υγειονομικής προστασίας του εργάτη έχουν θεσπιστεί και από τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας.
Οι μελέτες και οι έρευνες στην παθολογία και στην υγιεινή της ε. εκτός από τα προφυλακτικά μέτρα περιλαμβάνουν και τα προβλήματα που σχετίζονται με την περίθαλψη ατόμων που πάσχουν από επαγγελματικά νοσήματα· έτσι μόνο ολοκληρώνεται η προστασία του εργάτη απέναντι στους κινδύνους που μπορεί να προέλθουν από την επαγγελματική του δραστηριότητα.
Τα επαγγελματικά νοσήματα εξαρτώνται από το περιβάλλον, τις συνθήκες ή το αντικείμενο εργασίας. Στη φωτογραφία ηλεκτροσυγκολλητές κατά τη διάρκεια της εργασίας τους· πρόκειται για μια ειδικότητα που υποφέρει συνήθως από οφθαλμικές παθήσεις λόγω της υπερβολικής έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία (φωτ. ΑΠΕ).
Η σύγχρονη ψυχολογία της εργασίας επιδιώκει να οδηγήσει κάθε άτομο στην κατάλληλη εργασία αξιολογώντας τις δεξιότητες και τις ικανότητές του (φωτ. ΑΠΕ).
Στην ανάπτυξη του ελληνικού εργατικού δικαίου συνέβαλε η κύρωση και εφαρμογή συμβάσεων της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (φωτ. ΑΠΕ).
Στο «Πολίτευμα» του Ρήγα υπήρξαν τα πρώτα ψήγματα για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της εργασίας.
Τα σχέδια Α (ελαφριά εργασία) και Β (βαριά εργασία) δείχνουν πως η εισαγωγή σύντομων διαλειμμάτων ανάπαυσης (βέλη) καθυστερεί αισθητά τα αρνητικά αποτελέσματα της κόπωσης στην απόδοση.
Στην ορθολογική ρύθμιση της εργασίας, η μελέτη των κινήσεων τείνει να αποφύγει όλες τις περιττές προσπάθειες και την απώλεια χρόνου. Στα σχέδια αυτά φαίνονται οι ορθές (Α) και μη ορθές (Β) κινήσεις για τη συναρμολόγηση ενός γραναζιού.
Η βιομηχανία, με την ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και το μικρότερο κόστος, εκτόπισε μεγάλο μέρος της βιοτεχνίας.
Βελγικό χυτήριο γύρω στο 1880· λεπτομέρεια πίνακα του Κ. Μενιέ (Μουσείο Βαλονικής Τέχνης, Λιέγη).
Οι θεωρίες του Καρλ Μαρξ για την εργασία συνέβαλαν στη βελτίωση της θέσης των εργατών κατά τα τέλη του 19ου αι.
Για τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη, η εξασφάλιση στον εργαζόμενο του δίκαιου καρπού της εργασίας του θα τον έκανε πιο ευσυνείδητο και εργατικό.
Αγροτική εργασία, σε τμήμα τοιχογραφίας του 15ου αι., που εικονίζει τους 12 μήνες του έτους.
Βιοτεχνική εργασία στην αρχαία Αίγυπτο. Πρόκειται για τμήμα ζωγραφικής παράστασης από τάφο των Θηβών, που χρονολογείται στη βασιλεία του Αμένοφη Γ’, μεταξύ 14ου και 13ου αι. π.Χ.
Κατασκευή ρωμαϊκού στρατοπέδου· ανάγλυφο από τη Στήλη του Τραϊανού (αρχές 2ου αι.).
* * *η (AM ἐργασία)1. σωματική ή πνευματική ενέργεια για παραγωγή έργου, δουλειά (α. «οι εργασίες τής Βουλής» β. «τὴν δ’ ἐργασίαν καὶ τὴν ἐπιμέλειαν οὐδὲν χρήσιμα», Ξεν.)2. το έργο με το οποίο ασχολείται κάποιος συνεχώς, βιοποριστικό επάγγελμα («κερδίζει πολλά από την εργασία του»)3. το αποτέλεσμα καλλιτεχνικής, επιστημονικής ή άλλης εργασίαςνεοελλ.1. η τεχνοτροπία τής κατασκευής («καλλιτεχνική εργασία»)2. ο κόπος, η αμοιβή που καταβάλλεται για την εκτέλεση ενός έργου («πλήρωσα μόνο την εργασίατα υλικά ήταν δικά μου»)3. έργο που ανέλαβε ή εποπτεύει κάποιος («τελευταία ανέλαβε πολλές εργασίες»)μσν.- νεοελλ.1. ενέργεια, πράξη2. ασχολία, απασχόληση3. τρόπος ή ωράριο λειτουργίαςαρχ.-μσν.εκτέλεση, επεξεργασία, κατασκευή («ἡ τῆς ἐσθῆτος ἐκ τῶν ἐρίων ἐργασία», Ξεν.)αρχ.1. έργο, λειτουργία2. κατεργασία ύλης («χαλκοῡ ἐργασίας», Πλάτ.)3. καλλιέργεια της γης («τὰ περὶ κήπων ἐργασίας συγγράμματα», Πλάτ.)4. πέψη, χώνεψη5. γεν. εμπορική επιχείρηση, εμπόριο («ἐπὶ τῆς ἐργασίας ὢν τῆς κατὰ θάλατταν», Δημοσθ.)6. το επάγγελμα τής εταίρας7. κέρδη από την εργασία («ἥτις ἐργασίαν πολλὴν παρεῑχε τοῑς κυρίοις αὐτῆς μαντευομένη», ΚΔ)8. εξάσκηση μιας τέχνης («τῶν τεχνῶν τῶν μέν ἐργασία τὸ πολύ ἔστι», Πλάτ.)9. κατασκευή, ανέγερση («τῶν τειχῶν ἀμφοτέρων αἱ ἐργασίαι», Θουκ.)10. γραμμ. εκτέλεση, επεξεργασία11. όργανο, εργαλείο12. συντεχνία, σωματείο εργατών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εργάζομαι. Ως δηλωτικό τής ρηματικής ενέργειας το όνομα εργασία παρακολουθεί τις σημασιολογικές εξελίξεις τού εργάζομαι βλ. λ.. Στη Νέα Ελληνική το εργασία διατήρησε τη σημασία τής πνευματικής ή χειρωνακτικής ενέργειας για βιοποριστικούς κυρίως σκοπούς, ενώ το συνώνυμό του δουλειά εξελίχθηκε σε γενικότερο όρο αποκτώντας επί πλέον τέτοιες σημασίες όπως «επιδιωκόμενος σκοπός» (αυτό δεν κάνει για τη δουλειά σου), «πράγμα που αφορά κάποιον» (αυτό δεν είναι δουλειά δική σου) και «μπελάς, πρόβλημα» (αυτό το σπυράκι θα σου ανοίξει δουλειές). Το έργο, τέλος, δηλώνει όχι τη ρηματική ενέργεια αλλά το αποτέλεσμά της].
Dictionary of Greek. 2013.